Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό γεμάτο χρώματα και χαμόγελα, ζούσε ένα παιδάκι που το έλεγαν Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ χαρούμενος και αγαπούσε να παίζει με τους φίλους του. Όμως, ο Αλέξανδρος είχε κάτι που τον έκανε να είναι λίγο διαφορετικός από τους άλλους: δεν μπορούσε να περπατήσει όπως τα άλλα παιδιά.
Ο Αλέξανδρος είχε ένα καροτσάκι που τον βοηθούσε να κινείται. Αγαπούσε πολύ το καροτσάκι του και το είχε στολίσει με ζωγραφιές και αυτοκόλλητα. Κάθε φορά που πήγαινε στην πλατεία του χωριού για να παίξει με τα άλλα παιδιά, όλοι τον υποδέχονταν με χαρά, γιατί ήξεραν πόσο καλός φίλος ήταν.
Μια μέρα, τα παιδιά αποφάσισαν να παίξουν κρυφτό στο δάσος που ήταν κοντά στο χωριό. Ο Αλέξανδρος ανησυχούσε ότι δε θα μπορούσε να κρυφτεί καλά με το καροτσάκι του. Οι φίλοι του, όμως, του είπαν: «Μην ανησυχείς, Αλέξανδρε! Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε!» Και έτσι, σκέφτηκαν μαζί ένα σχέδιο.
Τα παιδιά έκρυψαν τον Αλέξανδρο πίσω από έναν μεγάλο θάμνο, αλλά το καροτσάκι του το κάλυψαν με φύλλα και κλαδιά, ώστε να φαίνεται σαν μέρος του δάσους. Όταν ο «κυνηγός» άρχισε να ψάχνει, πέρασε πολλές φορές δίπλα από τον Αλέξανδρο χωρίς να τον δει!
Όταν τελείωσε το παιχνίδι, όλοι γελούσαν και χάρηκαν, γιατί ο Αλέξανδρος είχε κρυφτεί τόσο καλά που κανείς δεν τον βρήκε! Τότε ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι, αν και ήταν διαφορετικός, μπορούσε να συμμετέχει σε όλα τα παιχνίδια με τους φίλους του, αρκεί να σκέφτονταν όλοι μαζί.
Από εκείνη τη μέρα, ο Αλέξανδρος και οι φίλοι του έπαιζαν ακόμα πιο χαρούμενα και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον σε όλα. Και έτσι, έζησαν όλοι καλά και ευτυχισμένα, δείχνοντας πως η αληθινή φιλία και αγάπη μπορεί να ξεπεράσει κάθε δυσκολία.

Και ζήσαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!
