Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας σκίουρος που τον έλεγαν Σκιουράκο. Ο Σκιουράκος ζούσε σε ένα μεγάλο δάσος γεμάτο δέντρα και καρύδια. Ήταν πολύ γρήγορος και του άρεσε να τρέχει πάνω κάτω στα δέντρα, αλλά δεν είχε πολλούς φίλους γιατί ήταν πάντα απασχολημένος με το να μαζεύει καρύδια.
Μια μέρα, καθώς έψαχνε για καρύδια, είδε μια χελώνα που περπατούσε αργά στο μονοπάτι. Την πλησίασε και τη ρώτησε:
«Γεια σου, Χελωνίτσα! Τι κάνεις;»
Η Χελωνίτσα απάντησε: «Γεια σου, Σκιουράκο! Ψάχνω να βρω λίγο φαγητό, αλλά είμαι πολύ αργή και δεν μπορώ να φτάσω γρήγορα στα μέρη που έχει φαγητό.»
Ο Σκιουράκος σκέφτηκε και είπε: «Μην ανησυχείς, Χελωνίτσα. Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ! Εγώ είμαι γρήγορος και μπορώ να σου δείξω πού υπάρχουν πολλά καρύδια.»
Έτσι, ο Σκιουράκος άρχισε να βοηθάει τη Χελωνίτσα. Της έδειξε τα καλύτερα μέρη για φαγητό και τη συνόδευσε για να μη νιώθει μόνη. Η Χελωνίτσα, αν και αργή, ήταν πολύ καλή και πάντα είχε όμορφες ιστορίες να λέει στον Σκιουράκο.
Με τον καιρό, έγιναν καλοί φίλοι. Ο Σκιουράκος έμαθε πως δεν έχει σημασία πόσο γρήγορος είσαι, αλλά το να είσαι καλός φίλος και να βοηθάς τους άλλους. Από τότε, ο Σκιουράκος και η Χελωνίτσα ήταν πάντα μαζί και περνούσαν όμορφα στο δάσος.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
2=======================================================================================
Μια μέρα, ο Σκιουράκος και η Χελωνίτσα αποφάσισαν να πάνε για μια βόλτα στο δάσος. Καθώς περπατούσαν, βρήκαν ένα μικρό ποταμάκι που περνούσε μέσα από το δάσος. Ο Σκιουράκος, που ήταν πάντα περίεργος, πήδηξε πάνω σε μια πέτρα και είπε:
«Χελωνίτσα, ας περάσουμε απέναντι! Εγώ θα πηδήξω από πέτρα σε πέτρα, και εσύ μπορείς να κολυμπήσεις, αφού είσαι χελώνα!»
Η Χελωνίτσα, όμως, δίστασε. «Δεν είμαι τόσο καλή στο κολύμπι, Σκιουράκο,» είπε, «και το ρεύμα του νερού φαίνεται δυνατό.»
Ο Σκιουράκος σκέφτηκε για λίγο και είπε: «Μην ανησυχείς, Χελωνίτσα! Θα σε βοηθήσω να περάσουμε μαζί. Θα σε πάρω στην πλάτη μου και θα πηδήξουμε μαζί από πέτρα σε πέτρα.»
Η Χελωνίτσα χαμογέλασε και ανέβηκε στην πλάτη του Σκιουράκου. Ο Σκιουράκος, με μεγάλη προσοχή, άρχισε να πηδάει από τη μία πέτρα στην άλλη, κρατώντας τη Χελωνίτσα ασφαλή. Το νερό έτρεχε γρήγορα από κάτω τους, αλλά ο Σκιουράκος ήταν πολύ προσεκτικός.
Όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη, η Χελωνίτσα κατέβηκε από την πλάτη του Σκιουράκου και είπε:
«Ευχαριστώ πολύ, Σκιουράκο! Χωρίς εσένα, δεν θα τα κατάφερνα να περάσω το ποτάμι.»
Ο Σκιουράκος χαμογέλασε και απάντησε: «Είμαστε φίλοι, Χελωνίτσα! Οι φίλοι πάντα βοηθούν ο ένας τον άλλο.»
Από εκείνη την ημέρα, ο Σκιουράκος και η Χελωνίτσα ένιωθαν ακόμα πιο κοντά. Είχαν μάθει ότι, όταν συνεργάζονται, μπορούν να ξεπεράσουν κάθε δυσκολία. Κι έτσι, συνέχισαν τις περιπέτειές τους στο δάσος, πάντα με καλή διάθεση και μεγάλη φιλία.
Κεφάλαιο 3: Η Συνάντηση με τον Κουκουβάγιο
Μια μέρα, ο Σκιουράκος και η Χελωνίτσα αποφάσισαν να εξερευνήσουν ένα νέο μέρος του δάσους που δεν είχαν επισκεφτεί ποτέ πριν. Καθώς περπατούσαν ανάμεσα στα δέντρα, άκουσαν έναν σοφό και ήρεμο ήχο από ψηλά. Σήκωσαν τα κεφάλια τους και είδαν έναν κουκουβάγιο να κάθεται σε ένα κλαδί.
«Γεια σας, φίλοι μου!» φώναξε ο Κουκουβάγιος. «Τι σας φέρνει σε αυτήν τη γωνιά του δάσους;»
Ο Σκιουράκος, ενθουσιασμένος, απάντησε: «Γεια σου, Κουκουβάγιο! Είμαστε εδώ για να εξερευνήσουμε και να δούμε τι ενδιαφέροντα πράγματα μπορούμε να βρούμε. Θες να μας δείξεις κάτι καινούργιο;»
Ο Κουκουβάγιος χαμογέλασε και είπε: «Βεβαίως! Υπάρχει ένα μέρος στο δάσος που μόνο λίγοι γνωρίζουν. Είναι γεμάτο με όμορφα λουλούδια που ανθίζουν μόνο τη νύχτα. Θέλετε να έρθετε μαζί μου να το δούμε;»
Η Χελωνίτσα, με την ήρεμη φωνή της, είπε: «Ακούγεται υπέροχο, Κουκουβάγιο! Αλλά πώς θα πάμε εκεί;»
Ο Κουκουβάγιος κατέβηκε από το κλαδί και είπε: «Είναι λίγο μακριά, αλλά αν ακολουθήσουμε το μονοπάτι μέσα από τα ψηλά δέντρα, θα φτάσουμε γρήγορα. Ελάτε, εγώ θα πετάξω μπροστά σας και θα σας καθοδηγώ.»
Ο Σκιουράκος και η Χελωνίτσα συμφώνησαν και άρχισαν να ακολουθούν τον Κουκουβάγιο. Καθώς προχωρούσαν, ο Κουκουβάγιος τους μιλούσε για τα διάφορα ζώα του δάσους και τις συνήθειές τους. Όλοι μαζί έφτασαν τελικά σε ένα ξέφωτο γεμάτο με λαμπερά, νυχτερινά λουλούδια που φωσφόριζαν απαλά στο σκοτάδι.
«Είναι πανέμορφα!» αναφώνησε ο Σκιουράκος. «Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο.»
Η Χελωνίτσα χαμογέλασε και πρόσθεσε: «Είναι σαν να έχουμε έρθει σε έναν μαγικό κόσμο.»
Ο Κουκουβάγιος τους κοίταξε με χαρά και είπε: «Το δάσος κρύβει πολλά μυστικά, φίλοι μου. Και είναι πάντα καλύτερο να τα ανακαλύπτεις με καλή παρέα.»
Και έτσι, ο Σκιουράκος, η Χελωνίτσα και ο Κουκουβάγιος πέρασαν τη νύχτα τους απολαμβάνοντας την ομορφιά των λουλουδιών και τη φιλία τους. Ήξεραν ότι, με κάθε νέα περιπέτεια, η φιλία τους γινόταν ακόμα πιο δυνατή.

