Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, όταν η μικρή μαγισσούλα Λιλίκα ξύπνησε γεμάτη χαρά.
Σήμερα θα πήγαινε να δει τους αγαπημένους της παππού και γιαγιά στο μαγικό χωριό!
— «Τσίπρα, ετοιμάσου!» είπε στον μαύρο γάτο της. «Θα πάμε ταξίδι!»
Έβαλε στο σακίδιό της:
- Μπισκότα με σοκολάτα για τον παππού,
- Ένα βάζο μαρμελάδα φράουλα για τη γιαγιά,
- Και το μικρό μαγικό της βιβλίο για να τους δείξει νέα ξόρκια.
Η διαδρομή ήταν υπέροχη. Η Λιλίκα περπάτησε μέσα από ένα καταπράσινο λιβάδι, πέρασε μια γέφυρα πάνω από ένα ποτάμι που τραγουδούσε, και χαιρέτησε τις πεταλούδες που πετούσαν γύρω της.
Όταν έφτασε στο χωριό, οι παππούδες την περίμεναν στην αυλόπορτα με ανοιχτές αγκαλιές.
— «Καλώς την εγγονούλα μας!» είπε η γιαγιά και της έδωσε ένα φιλί.
— «Έχουμε τηγανίτες με μέλι!» πρόσθεσε ο παππούς.
Η Λιλίκα έμεινε όλη την ημέρα εκεί. Έπαιξε στον κήπο, βοήθησε τη γιαγιά να ποτίσει τα λουλούδια και άκουσε τις ιστορίες του παππού για τότε που ήταν κι αυτός νέος μάγος.
Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, η Λιλίκα σκέφτηκε:
— «Δεν υπάρχει πιο όμορφο μέρος από την αγκαλιά των παππούδων μου.»

